Το ύστατο κλάμα
Το ύστατο κλάμα
Ο Λάζαρος ήταν ένας ταλαίπωρος μεσήλικας που έβγαινε στη σύνταξη.
Κατά λάθος δέχθηκε να φιλοξενήσουν τον Ανέστη,ένα παιδί ευγενών.
`Ηταν μακρινός συγγενής και υποτίθεται ότι θα επιμόρφωνε τον αγροίκο γυιό του.
Πήγαν στο φτωχικό εξοχικό,άφησαν τα πράγματα τους και πήγαν οι άνδρες
Στο κέντρο για καφέ και πίτσα.`Ηταν το οικογενειακό έθιμο.
Αρχικά,όλα πήγαν καλά και η κουβέντα κυλούσε ευχάριστα.
Ο χαμός έγινε όταν πήγαν για την έρμη την πίτσα.Ο νεαρός δεν την
Ήθελε τυποποιημένη,μα με χωριάτικη ζύμη.`Ελα όμως που κόστιζε διπλά.
Ο γυιός,ο Ορέστης,ούρλιαζε ότι είναι φτωχοί και δεν μπορούσαν να δώσουν
35 ευρώ για το φαγητό.Ο ηρωικός Λάζαρος ,με κλαμμένο ύφος είπε το ναι
Και πήγαν στην λούξ πιτσαρία.Κανείς δεν μιλούσε,πέρα από τον νεαρό.
Ο μεσήλικας,είπε κάτι θυμωμένα στη γυναίκα του και όλοι μπήκαν στη γυναίκα
Του και γύρισαν στη Θεσσαλονίκη.Πέρασαν δύο μέρες,όπου ο γυιός φιλοξενούσε
Τον επώνυμο και ο Λάζαρος έγραψε ένα γράμμα στο οποίο εξηγούσε ότι είναι
Ελεύθερος πολίτης και ένιωθε ότι σ’αυτό το περιβάλλον σκλαβώνεται με αποκορύφωμα
Το επεισόδιο της πίτσας,το οποίο αγνοούσε η γυναίκα.Μετά,πήρε τα πράγματα του,
Έκλαψε για την έμμεση δουλεία του γυιού του,μπήκε στο αυτοκίνητο και πήγε
Στην Αθήνα για να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Νεκτάριος Κατσιλιώτης
Ιστορικός-Εκδότης