Το πικρό χώμα του Διστόμου
[inline:ds.jpg]
Εδώ ‘ναι το πικρό το χώµα του Διστόµου. Ω, εσύ διαßάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις.
Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόµου κι απ’ τη θυσία και τη σκληρότητα του ανθρώπου. Εδώ µια στήλη απλή µαρµάρινη, όλη κι όλη µε ονόµατα, σεµνά, κι η Δόξα τα ανεßαίνει λυγµό-λυγµό, σκαλί-σκαλί, µεγίστη σκάλα». (Γιάννης Ρίτσος, Επίγραµµα για το Δίστοµο)
Όταν η κτηνωδία «ßαφτίζεται» καθήκον, όταν ο «θρίαµßος» του ναζισµού στηρίζεται σε ολοκαυτώµατα και ξεκλήρισµα άµαχου πληθυσµού, τότε «γεννιούνται» τραγωδίες σαν και αυτές του Διστόµου, την πόλη όπου συντελέστηκε ένα από τα µεγαλύτερα εγκλήµατα του φασισµού.
Εκείνη την ηµέρα το ξακουστό κεφαλοχώρι κολύµπησε στο αίµα. Τα κορµιά άψυχα, «στρωµένα» στους δρόµους. Βυζανιάρικα λογχισµένα και τσαλαπατηµένα, γυναίκες µε ανοιχτές κοιλιές, κοπέλες µε ρούχα ξεσκισµένα που προδίδουν ßιασµό και µε κοµµένα στήθια, ακόµα και πράξεις νεκροφιλίας… Φοßερές εικόνες, που όσοι τις ßίωσαν έχουν αποτυπωθεί για πάντα στο µυαλό και στην ψυχή τους… (Ριζοσπάστης)
Ο συγγραφέας Τάκης Λάππας περιγράφει τις τραγικές στιγµές που πέρασαν οι κάτοικοι αυτού του µαρτυρικού χωριού εκείνη την αποφράδα ηµέρα: «Οι κάτοικοι, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν νωρίτερα από το Διάσκελο, τη µόνη αφύλακτη διάßαση, κλείνονται έντροµοι στα σπίτια τους.
Τους έρηµους δρόµους του χωριού διατρέχουν εξαγριωµένοι στρατιώτες µε εφ’ όπλου λόγχη.
Μπαίνουν στα σπίτια, σκοτώνουν, καίνε, σφάζουν και ßιάζουν. Γυναίκες, άνδρες, παιδιά, γέροι, γριές ακόµα και ßρέφη λίγων ηµερών πέρασαν από τον ίδιο τροµακτικό Γολγοθά. Τα παρακάλια και ο θρήνος των απροστάτευτων ανθρώπων δε στέκουν ικανά να εξευµενίσουν την άγρια ψυχή των µακελάρηδων.
Απαίσιοι ακούγονται οι θρήνοι και οι οιµωγές αυτών που ξεψυχούν. Νέοι Ηρώδεις οι εκπολιτιστές του Χίτλερ µακελεύουν τα παιδάκια του Διστόµου.
Για τη σφαγή στο Δίστοµο έχουν γραφτεί και έχουν λεχθεί πολλά. Η αφηγηµατική όµως προσέγγιση µε µαρτυρίες από τους ίδιους τους επιζώντες, που τότε ήταν µικρά παιδιά, έχει πάντοτε ξεχωριστή αξία. Φθάσαµε στους Δίστοµο για να µιλήσουµε, 67 χρόνια µετά, µε αυτούς τους ανθρώπους που έχασαν παππούδες, γονείς, αδέλφια, φίλους και συγγενείς. Οι αφηγήσεις είναι τόσο παραστατικές, που µας καθήλωσαν.
Μάκης Μουρατίδης