Ο Υπολογιστής της Αντικυθήρων
Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
Ένα μοναδικό τεχνολογικό και επιστημονικό επίτευγμα της ελληνιστικής εποχής.
[inline:ian.jpg]
Η ανακάλυψη και οι πρώτες έρευνες
Στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. ένα μεγάλο φορτηγό πλοίο, διαστάσεων περίπου 30 μ. μήκος επί 7 μ. πλάτος, λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής ναυαγεί στη θέση Ποταμάκια (σύγχρονη ονομασία) κοντά στο ακρωτήριο Γλυφάδα, σε βάθος 60 περίπου μέτρων και 30 περίπου μέτρων από την άλλη ακτή, κοντά στο μικρό νησί των Αντικυθήρων. Θα παραμείνει στον βυθό μαζί με όλους τους θησαυρούς που μετέφερε για 2.000 χρόνια, διασώζοντας στα σπλάχνα του ένα σύνθετο όργανο ανυπολόγιστης –όπως αποδείχθηκε– επιστημονικής και ιστορικής αξίας.
Στη διάρκεια του 1900, στην ίδια ακριβώς περιοχή, επίσης λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής, καταφεύγει ένα σφουγγαράδικο από τη Σύμη περιμένοντας να βελτιωθεί ο καιρός. Όταν η θάλασσα ηρεμεί, οι δύτες του πλοίου βουτούν για σφουγγάρια. Αντί για σφουγγάρια όμως, ανακαλύπτουν ένα αρχαίο ναυάγιο και μια περιοχή με πλήθος διάσπαρτων μπρούντζινων και μαρμάρινων αγαλμάτων και άλλων τεχνουργημάτων ποικίλης μορφής.
Αμέσως ειδοποιήθηκαν οι Αρχές του τόπου, οι οποίες στη συνέχεια ενημέρωσαν την κυβέρνηση και τελικά ο Α. Οικονόμου, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, έφερε την ομάδα του πλοίου σε επαφή με τον Σπυρίδωνα Στάη, υπουργό Παιδείας και γνωστό αρχαιολόγο.
Έπειτα από σχετικές συζητήσεις ξεκίνησε η επιχείρηση ανέλκυσης των αρχαιοτήτων με επιβλέποντα τον καθηγητή Α. Οικονόμου και με την προστασία του οπλιταγωγού «Μυκάλη» του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Ήταν η πρώτη φορά παγκοσμίως που γινόταν κάτι παρόμοιο: υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα σε εποχή που δεν υπήρχε ούτε η σχετική πείρα αλλά ούτε και τα απαραίτητα όργανα. Τα αποτελέσματα της ανασκαφής ήταν εντυπωσιακά και σήμερα κατέχουν σημαντική θέση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Συνολικά εργάσθηκαν στην έρευνα αυτή 10 δύτες και δύο αρχαιολόγοι με βαρύ αντίτιμο: ένας δύτης πέθανε και δύο έμειναν για πάντα ανάπηροι! Το ναυάγιο χρονολογήθηκε από τα ευρήματα μεταξύ των ετών 80-50 π.Χ. και το πλοίο χαρακτηρίστηκε εμπορικό που εκτελούσε δρομολόγιο από τη Ρόδο προς την Ιταλία (Ρώμη). Διασώθηκε, εκτός των άλλων, και τμήμα από το πέτσωμα του πλοίου, δίνοντας πολύτιμες πληροφορίες για τη ναυπήγησή του.
Μέσα στον σάλο που δημιουργήθηκε από την ανακάλυψη κανείς δεν έδωσε σημασία στα υπολείμματα ενός παράξενου ξύλινου κιβωτίου που περιείχε κάποια υποτυπώδη ίχνη μηχανισμού σε κακή, φυσικά, κατάσταση. Μόνο οκτώ μήνες αργότερα έγιναν αντιληπτά τα κομμάτια του μηχανισμού και κίνησαν αμέσως την προσοχή των ειδικών «…με τα ξεκάθαρα ίχνη γραναζιών πάνω τους και τη μοναδική και πολύ δυσανάγνωστη επιγραφή που βρέθηκε σε ολόκληρο το ναυάγιο». Μια πρώτη δημοσίευση έγινε στις 23 Μαΐου 1902 στην εφημερίδα Το Άστυ. Είχε αρχίσει εν τω μεταξύ ο καθαρισμός και η συγκόλληση των υπολοίπων ευρημάτων. Από κακή χρήση, όμως, φαίνεται ότι ο μηχανισμός έσπασε σε διάφορα τμήματα.
Από την πρώτη στιγμή που ασχολήθηκαν με τον μηχανισμό οι ειδικοί άρχισαν οι επιστημονικές αντεγκλήσεις και οι διαξιφισμοί. Σε δημοσίευσή του ο νομισματολόγος Σβορώνος δήλωσε ότι το αντικείμενο ήταν ένας αστρολάβος με σφαιρικές προβολές πάνω σε μια σειρά δακτυλίων, ενώ ο Κωνσταντίνος Ράδος θεωρούσε ότι δεν ήταν αστρολάβος, επιβεβαίωνε όμως τις επιγραφές τονίζοντας πόσο δύσκολη ήταν η ανάγνωσή τους. Πάντως συστάθηκε και επιτροπή για το θέμα και όλη η μελέτη ανατέθηκε στον υπολοχαγό Ρεδιάδη, ο οποίος υποστήριξε ότι το αντικείμενο ταυτιζόταν περίφημα με τον αστρολάβο που είχε περιγράψει ο Φιλόπονος στην Αλεξάνδρεια στο 625 μ.Χ. Ο Ράδος όμως επέμενε ότι ήταν πολύ περίπλοκο όργανο για να είναι ένας απλός παραδοσιακός αστρολάβος.
Οι διαξιφισμοί έδωσαν σιγά-σιγά τη θέση τους σε λεπτομερέστερες αναλύσεις και μια πρώτη γενική περιγραφή του θησαυρού των Αντικυθήρων δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εφημερίς, όπου από τις επτά πλάκες του μηχανισμού μόνο η μία παρουσιαζόταν με λεπτομέρειες. Παράλληλα, ο Κωνσταντίνος Ράδος στο Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο που έγινε στην Αθήνα το 1905 παρουσίασε τις δικές του απόψεις για τον μηχανισμό και ο Δημ. Στάης δημοσίευσε ένα σχετικό πόνημα όπου χρονολογούσε το μηχάνημα στον 1ο π.Χ. αιώνα.
Λίγο αργότερα στη διαμάχη για τον μηχανισμό αναμείχθηκε και ο κλασικός φιλόλογος από το Μόναχο Άλμπερτ Ρεμ, που σε άρθρο του επέκρινε τους Έλληνες συναδέλφους του για την έλλειψη λεπτομερειών και τις κακές φωτογραφήσεις των τμημάτων του μηχανισμού. Συμφωνώντας με τον Κωνσταντίνο Ράδο, ο Ρεμ υποστήριξε ότι ο μηχανισμός δεν ήταν αστρολάβος αλλά ένα πλανητάριο σαν την «σφαίρα του Αρχιμήδη». Για αυτό δέχτηκε σφοδρή επίθεση από τον Ρεδιάδη, που σε άρθρο του στην Εφημερίδα αντέκρουε τους ισχυρισμούς του Γερμανού επιστήμονα χωρίς συγκεκριμένη άποψη. Αναιρούσε απλώς τα στοιχεία του ξένου φιλόλογου και κατέληγε στο ότι, εφόσον ο μηχανισμός βρέθηκε μέσα σε ξύλινη θήκη, θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν κάποιο ναυτιλιακό όργανο, άποψη που απέρριψε αργότερα ο Πράις. Έκτοτε ο Ρεμ συνέχισε για πολλά χρόνια να εξετάζει τμήματα του μηχανισμού, πήρε πολλές φωτογραφίες του αλλά δυστυχώς πέθανε προτού προλάβει να δημοσιεύσει κάποια σχετική εργασία. Όλα τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει ο Άλμπερτ Ρεμ παραχωρήθηκαν αργότερα από τη χήρα του στον Πράις που ολοκλήρωσε τη μελέτη του μηχανισμού κατά αξιοθαύμαστο τρόπο.
Η πιο αξιόλογη προσπάθεια για την κατανόηση του μηχανισμού εκ μέρους των Ελλήνων επιστημόνων, προτού ασχοληθεί με αυτόν ο Πράις, ήταν η μελέτη που έκανε ο υποναύαρχος Ι. Θεοφανίδης το 1928, την οποία ενέταξε σε μια μεγαλύτερη εργασία του για τα ταξίδια του Αγίου Παύλου, όπου αναφερόταν στην αρχαία ελληνική πελαγοδρομία [=δυνατότητα πλεύσης στην ανοιχτή θάλασσα]. Στην εργασία αυτή ο Ι. Θεοφανίδης ταύτιζε τον μηχανισμό με έναν αστρολάβο άγνωστης μορφής ως τότε.