Ο θεσμός του Οικουμενικού Πατριαρχείου και οι ενδοεκλησιαστικές κόντρες
O θεσµός του ελληνικού Πατριαρχείου και οι ενδοεκκλησιαστικές έριδες
του ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
O θεσµός του ελληνικού Πατριαρχείου αποτελεί τον αρχαιότερο εν ενεργεία ορθόδοξο θεσµό σε οικουµενικό επίπεδο, του οποίου η αδιάκοπη λειτουργία υπερßαίνει τους 15 αιώνες, ενώ αναγνωρίζεται ως η επικεφαλής εκκλησία όλων των Ορθόδοξων Εκκλησιών ανά την οικουµένη. Ο ιστορικός του ρόλος καθώς και η ιστορική του αποστολή δεν αµφισßητήθηκαν ούτε και από τους αλλόδοξους κατακτητές µε τους οποίους το Οικουµενικό Πατριαρχείο εξαναγκάστηκε να συµßιώσει επί σειρά αιώνων. Οι Οθωµανοί, µάλιστα, κατακτητές αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Οικουµενικού Πατριάρχη τον τίτλο της «Κεφαλής του Έθνους» όχι µόνο των Ελλήνων αλλά και όλων των υπόλοιπων Ορθόδοξων λαών στα Βαλκάνια στο πλαίσιο του ορθοδόξου Μιλέτ.
ΤΟ Οικουµενικό Πατριαρχείο κατέχει εξέχουσα θέση και σε διεθνές επίπεδο, αφού ßάσει του υφισταµένου διεθνούς δικαίου τού αναγνωρίζεται η ιδιότητα του διεθνούς εθιµικού θεσµού. Η µόνη πλην όµως µαζική και συνεχής αµφισßήτηση της υψηλής πνευµατικής αποστολής του προέρχεται από το σύγχρονο τουρκικό λαϊκό κράτος, µε αποτέλεσµα το Πατριαρχείο να συναντά έντονες δυσκολίες στην εκτέλεση.
Κατά τη ßυζαντινή περίοδο το Οικουµενικό Πατριαρχείο αποτελούσε τον κορυφαίο θρησκευτικό θεσµό στο σύνολο του τότε γνωστού ορθοδόξου κόσµου. Ο οικουµενικός θεσµός καθιερώθηκε ως πρώτος τη τάξει έναντι των άλλων ορθόδοξων Εκκλησιών, σύµφωνα µε ιερούς κανόνες που πηγάζουν από Οικουµενικές Συνόδους και ειδικότερα από τον Τρίτο Κανόνα της B΄ Οικουµενικής Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 381 µ.Χ.
Η θέση του Πατριαρχείου ως Οικουµενικού ισχυροποιήθηκε ακόµη περισσότερο µε τον εκχριστιανισµό των Ρώσων και των Σλάßων, οι οποίοι, όπως ήταν φυσικό, αναγνώριζαν πάντοτε τα πρωτεία του και απέδιδαν προς αυτό τον οφειλόµενο σεßασµό. Κατά συνέπεια, το Οικουµενικό Πατριαρχείο είχε καθιερωθεί στη συνείδηση όλων των Ορθοδόξων ως ο «πρώτος τη τάξει» ορθόδοξος θεσµός που «καλλιέργησε στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας την οικουµενική ιδέα». Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1453, σήµανε για το Οικουµενικό Πατριαρχείο µία νέα περίοδο ενίσχυσης του οικουµενικού του ρόλου. Οι Οθωµανοί κατακτητές δεν τόλµησαν να καταλύσουν τον οικουµενικό θεσµό, αλλά, προχωρώντας σε µια διπλωµατική κίνηση, διατήρησαν τα προνόµια των Πατριαρχών, όπως ακριßώς αυτά είχαν κατοχυρωθεί και επί ßυζαντινής περιόδου. Η Υψηλή Πύλη αναµείχθηκε, ωστόσο, έντονα στις περιπτώσεις εκλογής των Οικουµενικών Πατριαρχών, επιßάλλοντας, συχνά, πρόσωπα της απόλυτης εµπιστοσύνης της ή, ακόµη, καθαιρώντας πρόσωπα που είχαν περιπέσει στη δυσµένειά της. Αρκετοί ήταν, εξάλλου, οι αρχιερείς που πλήρωσαν µε τίµηµα την ίδια τους τη ζωή ενέργειες χριστιανών υπηκόων που ως σκοπό είχαν τη δηµιουργία εθνικών κρατών εντός της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Με τις διάφορες µεταρρυθµίσεις των σουλτάνων τον 19ο αιώνα απονεµήθηκε στους χριστιανούς θρησκευτική ελευθερία και ισότητα δικαιωµάτων και υποχρεώσεων µε τους µουσουλµάνους.
Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε αναλλοίωτο µέχρι την περίοδο του A΄ Παγκοσµίου Πολέµου, οπότε µε µονοµερή πράξη της η Τουρκία, που τελούσε υπό το καθεστώς των Νεοτούρκων, προχώρησε στην κατάργηση όλων των κατοχυρωµένων µε σουλτανικά ßεράτια πατριαρχικών προνοµίων, µε εξαίρεση ßέßαια των θρησκευτικών. Η εξασθένιση και η αναµενόµενη κατάρρευση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας επηρέασαν, όπως ήταν φυσικό, και το καθεστώς του Οικουµενικού Πατριαρχείου. Το γεγονός αυτό επιßεßαιώθηκε µε τη Συνθήκη των Σεßρών του 1920, η οποία µε το άρθρο129 έθεσε εκ νέου σε ισχύ όλα τα πατριαρχικά προνόµια της οθωµανικής περιόδου.
Η ήττα της Ελλάδας, όµως, στον Μικρασιατικό Πόλεµο επιδείνωσε εκ νέου τη θέση του Οικουµενικού Πατριαρχείου αφού, για πρώτη φορά, το τελευταίο εξαναγκάστηκε να υποστεί πλέον την οριστική εξάλειψη όλων των δικαστικών και διοικητικών του προνοµίων. Η Συνθήκη των Σεßρών δεν έτυχε σεßασµού από το κεµαλικό απελευθερωτικό κίνηµα, µε αποτέλεσµα και το προαναφερθέν άρθρο 129 της Συνθήκης αυτής να µη τεθεί ποτέ σε ισχύ και κατά συνέπεια το Πατριαρχείο να µην επωφεληθεί ποτέ των προνοµιακών διατάξεών του. Η Συνθήκη της Λωζάνης µετέßαλε τη σχέση του Οικουµενικού Πατριαρχείου στο νέο πλαίσιο της τουρκικής δηµοκρατίας, περιορίζοντάς τη σε αµιγώς θρησκευτική, χωρίς, ωστόσο, να επηρεάσει τη διεθνή του υπόσταση. Έτσι, το Πατριαρχείο συνεχίζει να παραµένει διεθνής θεσµός.
Η εγκαθίδρυση λαϊκού, κοσµικού κράτους στο νεοπαγές τουρκικό κράτος που πραγµατοποιήθηκε µε την κατάργηση του Χαλιφάτου το 1924, µε την οποία η σύγχρονη Τουρκία απέκοπτε οριστικά τις σχέσεις της µε το θεοκρατικό της παρελθόν, επέφερε τον διαχωρισµό του κράτους από τη θρησκεία για πρώτη φορά από την εποχή της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό λειτούργησε περιοριστικά για τον Οικουµενικό Πατριάρχη, καθώς και όλους τους υπόλοιπους θρησκευτικούς αρχηγούς, εγκλωßίζοντάς τους αποκλειστικά στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, ενώ οι αρχές που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λωζάνης ελάχιστα έγιναν σεßαστές από την τουρκική πλευρά.
Ήδη από τον Οκτώßριο του 1923 η τουρκική κυßέρνηση προώθησε την ίδρυση τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου µε επικεφαλής τον παπα-Ευτύµ Καραχισαρίδη – Ερενερόλ. Ο ιερέας αυτός, που κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας υποστήριξε τα κεµαλικά στρατεύµατα, διορίστηκε στη συνέχεια, κατόπιν τουρκικών πιέσεων, αποκρισάριος (πληρεξούσιος) του Οικουµενικού Πατριαρχείου στην Άγκυρα. Οι προσπάθειες του ιερέα αυτού να καταλάßει το κτήριο του Οικουµενικού Πατριαρχείου στη Κωνσταντινούπολη αποτέλεσαν ένα ßαρύ πλήγµα κατά της ελληνικής οµογένειας, παραßιάζοντας κατάφωρα τα άρθρα 40 και 42 της Συνθήκης της Λωζάνης. Το επόµενο έτος ο εν λόγω ιερέας προχώρησε, µε τη συνδροµή του τουρκικού όχλου, στην κατάληψη δύο ναών, της Παναγίας Καφατιανής και του Σωτήρος Χριστού, και πέτυχε να του παραχωρηθούν επίσηµα από το τουρκικό κράτος.
Με διάταγµα των τουρκικών αρχών στη συνέχεια, ßάσει του οποίου περιορίζονταν οι υποψήφιοι για το πατριαρχικό αξίωµα αποκλειστικά σε αρχιερείς τουρκικής υπηκοότητας που υπηρετούσαν ταυτόχρονα στην Τουρκία, υποßιßάστηκε ο οικουµενικός χαρακτήρας του Πατριαρχείου, αφού αυτό ερµηνεύθηκε ως ίδρυµα του εσωτερικού τουρκικού δικαίου, υπαγόµενο ως προς τη σύσταση και τη λειτουργία του στην τουρκική έννοµη τάξη. Το ίδιο το κείµενο του διατάγµατος, εξάλλου, απέφευγε να αποκαλέσει τον Πατριάρχη µε τον κανονικό του τίτλο, χρησιµοποιώντας τον τίτλο «Αρχιπαππάς των Ρωµιών» (Rum Baspapazi), ßεßηλώνοντας την ιερότητα του θεσµού της εκλογής και παραßιάζοντας ευθέως τα άρθρα 40, 42 και 43 (µέρος A΄, τµήµα Γ΄) της Συνθήκης της Λωζάνης. Το 1925, µάλιστα, η τουρκική αστυνοµία συνέλαßε και απέλασε τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο τον Στ΄ γιατί, κατά τους ισχυρισµούς της, δεν κατείχε τη διπλή ιδιότητα που όριζε το Διάταγµα της Νοµαρχίας της Κωνσταντινουπόλεως αναφορικά µε την εκλογή του. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε προσφυγή της Ελλάδας αρχικά στην Κοινωνία των Εθνών και στη συνέχεια στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Λίγο πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής επήλθε συµßιßασµός µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που οδήγησε σε απόσυρση της ελληνικής προσφυγής µε ταυτόχρονη κανονική παραίτηση του Πατριάρχη Κωνσταντίνου του Στ΄, ενώ απ’ τη δική της πλευρά η Τουρκία αναγνώρισε ως «µη ανταλλάξιµους» όλους τους αρχιερείς του Οικουµενικού Πατριαρχείου.
Το 1926, µε την εισαγωγή του αστικού κώδικα ελßετικών αντιλήψεων στην Τουρκία, η ελληνική οµογένεια εξαναγκάστηκε να δεχτεί, κατά παράßαση της Συνθήκης της Λωζάνης, τον πολιτικό γάµο, ενώ θα έπρεπε κανονικά να της αναγνωρίζεται ο θρησκευτικός. Ο περιορισµός του θρησκευτικού γάµου είχε ως αποτέλεσµα την άσκηση διώξεων εναντίον Μητροπολιτών και της Εκκλησίας γενικότερα, γιατί οι τελευταίοι αρνούνταν να αναγνωρίσουν το διαζύγιο. Η δικαίωση της Ελλάδας, µετά από προσφυγή στην Κοινωνία των Εθνών, δεν έφερε κανένα αποτέλεσµα αφού η Τουρκία αρνήθηκε να συµµορφωθεί. Άλλη σηµαντική συνέπεια της εισαγωγής του αστικού κώδικα ήταν η αφαίρεση από το Οικουµενικό Πατριαρχείο της ιδιότητας του νοµικού προσώπου, πράγµα που του αποστέρησε τη δυνατότητα διαχειριστικής εκπροσώπησης στις εκκλησιαστικές ßακουφικές επιτροπές, οδηγώντας ßαθµιαία στην εκµηδένιση και στην απώλεια των πατριαρχικών οικονοµικών πόρων.
Τη δεκαετία του 1950 η αναζωπύρωση του κυπριακού προßλήµατος επισώρευσε µεγάλα προßλήµατα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, συµπαρασύροντας στη δίνη του και το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Σε µία προσπάθεια αντιπερισπασµού και άσκησης πίεσης στην ελληνική πλευρά, το τουρκικό κράτος, µε αφορµή το Κυπριακό, απαίτησε επίµονα από τον Οικουµενικό Πατριάρχη να επιτιµήσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και να προχωρήσει σε επίσηµη καταγγελία της εθνικοαπελευθερωτικής προσπάθειας των Ελληνοκυπρίων. Το γεγονός ότι ο Πατριάρχης δεν ενέδωσε σε αυτές τις πιέσεις οδήγησε σε ένα µπαράζ εχθρικών ενεργειών τόσο κατά του Πατριαρχείου, όσο και γενικότερα κατά της ελληνικής µειονότητας της Κωνσταντινούπολης στα λεγόµενα «Σεπτεµßριανά» του 1955. Τα γεγονότα αυτά, που ξέσπασαν τη νύχτα της 5ης Σεπτεµßρίου και προκλήθηκαν από φανατισµένα πλήθη, περιελάµßαναν λεηλασίες, εµπρησµούς εκκλησιών, θανάτους, ßιασµούς, ßεßηλώσεις νεκροταφείων και την τροµοκράτηση της άλλοτε ανθούσας ελληνορθόδοξης µειονότητας, η οποία συρρικνώθηκε από 200.000 σε 70.000 άτοµα, περίπου, αποδεκατίζοντας δραστικά το ορθόδοξο ποίµνιο του Οικουµενικού Πατριαρχείου.
Ανάλογες πράξεις αντεκδίκησης κατά του Οικουµενικού Πατριαρχείου έλαßαν χώρα και κατά τη δεκαετία του 1960. Στις ενέργειες αυτές συγκαταλέγονταν απελάσεις ιερωµένων, περιορισµοί των δραστηριοτήτων του Πατριαρχείου, αποκλεισµοί του πατριαρχικού µεγάρου από φανατικούς µουσουλµάνους, απόπειρες εµπρησµών και άλλα. Το 1962 απορρίφθηκε αίτηση του Πατριάρχη για την ανοικοδόµηση του πατριαρχικού οικήµατος, το οποίο είχε καταστραφεί από µεγάλη πυρκαγιά που είχε σηµειωθεί πριν από 19 χρόνια. Το ίδιο έτος απαγορεύθηκε, µε έγγραφη ανακοίνωση, η ενασχόληση του Οικουµενικού Πατριαρχείου µε τα προßλήµατα των ορθόδοξων κοινοτήτων των ελληνοφώνων, µε αποτέλεσµα να απολέσει η µειονότητα κάθε πνευµατική επαφή µε το οικουµενικό κέντρο της Ορθοδοξίας. Δύο χρόνια αργότερα η Άγκυρα άρχισε, εξαιτίας του Κυπριακού, µαζικές απελάσεις εις ßάρος των Ελλήνων, και, µεταξύ αυτών, δύο επιφανών Μητροπολιτών, του Σελευκείας Αιµιλιανού και του Φιλαδελφείας Ιακώßου, συρρικνώνοντας κατά τον τρόπο αυτόν ακόµα περισσότερο το ορθόδοξο ποίµνιο. Τα επόµενα χρόνια σταµάτησε η λειτουργία του πατριαρχικού τυπογραφείου και η κυκλοφορία των πατριαρχικών εκδόσεων «Απόστολος Ανδρέας» και «Ορθοδοξία», µε την αιτιολογία ότι το Πατριαρχείο δεν έχει το δικαίωµα λειτουργίας τους αφού δεν αναγνωρίζεται από την τουρκική νοµοθεσία ως νοµικό πρόσωπο κ.ά.
Κατά τη δεκαετία του 1970 συνεχίστηκαν οι αυθαίρετες καταπατήσεις ναών, οι κατεδαφίσεις εκκλησιών «για λόγους ρυµοτοµίας», οι µετατροπές ιερών ναών σε τεµένη καθώς και απόπειρα µετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαµί, η οποία, όµως, µαταιώθηκε λόγω διεθνών αντιδράσεων. Επιπλέον, η τουρκική κυßέρνηση προχώρησε στην οριστική διακοπή της λειτουργίας της Ανωτάτης Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, για προφανώς «πολιτικούς λόγους», σχολή η οποία λειτουργούσε αδιαλείπτως από το 1844, δηµιουργώντας έτσι ανυπέρßλητα εµπόδια στην εκπαίδευση και στη µόρφωση των αρχιερέων του οικουµενικού θρόνου.
Η δεκαετία του 1990 επιδείνωσε ακόµα περισσότερο τη θέση του Οικουµενικού Πατριαρχείου, εξαιτίας της ολοκληρωτικής, σχεδόν, εξαφάνισης του ορθόδοξου ποιµνίου, το οποίο περιορίστηκε στον ελάχιστο αριθµό των 3.000 περίπου ατόµων. Κορυφαία γεγονότα της περιόδου αυτής είναι ο αποκλεισµός του Οικουµενικού Πατριαρχείου από µουσουλµάνους διαδηλωτές, τον Αύγουστο του 1991, οι πιέσεις για µετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαµί, τον Ιανουάριο του 1993 και τον Αύγουστο του1996, καθώς και οι προσπάθειες εµπρησµού του πατριαρχικού µεγάρου, τον Ιούλιο του 1993 και τον Οκτώßριο του1996.
Τη συνοχή του ορθόδοξου κόσµου έπληξαν ιδιαίτερα και οι διάφορες διενέξεις µεταξύ των αλλοεθνών µοναστηριών στο Άγιον Όρος στις αρχές της δεκαετίας του 1990 που υπονόµευσαν προς στιγµήν τον πανορθόδοξο χαρακτήρα της αθωνικής χερσονήσου, ενώ πολύ πρόσφατη και γνωστή είναι η διένεξη της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο για τις λεγόµενες Νέες Χώρες.
Μέσα στο γενικότερο πλαίσιο αναδιάταξης των σχέσεων ισχύος, αυτή τη φορά και οικονοµικής, εντός της ορθόδοξης κοινότητας εντάσσεται και η κορύφωση τού από αιώνες, λόγω της γνωστής θεωρίας «Περί Τρίτης Ρώµης», υποßόσκοντος ανταγωνισµού στις σχέσεις του Οικουµενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως µε το Πατριαρχείο της Ρωσίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, λόγω της παρέµßασης του Οικουµενικού Πατριαρχείου στην κρίση που δηµιουργήθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας της Εσθονίας. Η κρίση αυτή µάλιστα έµελλε να φτάσει στα άκρα, όταν ο Πατριάρχης της Μόσχας έπαψε για πέντε περίπου χρόνια από το 1991 µέχρι το 1996 να µνηµονεύει πλέον τον Οικουµενικό Πατριάρχη κατά το θρησκευτικό τελετουργικό.
Οι γεωπολιτικές µεταßολές της µεταψυχροπολεµικής περιόδου επηρέασαν και το Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το ίδιο το Οικουµενικό Πατριαρχείο ως θεσµός προσπάθησε κατ’ αρχάς να αναßαθµίσει τον ρόλο του τη δεκαετία του 1990 φιλοδοξώντας να µετατραπεί σε έναν δυναµικό υπερεθνικό παράγοντα στα Βαλκάνια. Τον Μάρτιο του 1992 συγκλήθηκε µε πρωτοßουλία του Οικουµενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι για πρώτη φορά η Σύναξη των Πατριαρχών και Προκαθηµένων των Αυτοκέφαλων και Αυτόνοµων Ορθοδόξων Εκκλησιών που, επιχειρώντας να συµßάλει στην καταπολέµηση των εθνικισµών και των φυλετικών διακρίσεων που µάστιζαν την περιοχή και να δώσει µια ουσιαστική προοπτική στην υπαρξιακή ανασφάλεια των πολιτών της, διατύπωσε ένα κείµενο αρχών για το νόηµα της Ορθοδοξίας. Στο εν λόγω κείµενο αναφέρεται ότι «η ορθόδοξη πίστη προσφέρει την αγάπη αντί του µίσους, την συνεργασία αντί της συγκρούσεως, την κοινωνίαν αντί των διαιρέσεων µεταξύ των ανθρώπων και των εθνών».
Ο οικουµενικός ρόλος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, από τον οποίο το Φανάρι αντλεί το σύνολο της δύναµης και της νοµιµοποίησής του στη συνείδηση των πιστών, υπονοµεύεται, ωστόσο, εδώ και δεκαετίες από µια σειρά αντικειµενικών δυσχερειών σχετικά µε το status του Πατριάρχη και τη διαδικασία εκλογής του, που οφείλονται στην έντονη παρεµßατικότητα του τουρκικού κράτους στα εσωτερικά ζητήµατα των Εκκλησιών.
Εν τω µεταξύ, η οικουµενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως φαίνεται ότι δεν αποτελεί πρόßληµα ούτε για τη Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία που ενδιαφέρεται περισσότερο να διασφαλίσει το Πρωτείο (το πρωτείο απορρέει από το γεγονός ότι στη Ρώµη ιδρύθηκε η πρώτη επισκοπή της Χριστιανοσύνης) παρά να αντιταχθεί στην οικουµενικότητα του Πατριαρχείου. Το γεγονός ωστόσο ότι το Βατικανό είναι πρώτα από όλα κράτος, το εµποδίζει να έρθει σε αντιπαράθεση µε το τουρκικό κράτος που αντιµάχεται πεισµατικά εδώ και αιώνες την οικουµενικότητα του Πατριαρχείου στο Φανάρι.
Τη συγκαταßατική στάση της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας απέναντι στο ζήτηµα της οικουµενικότητας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως διατράνωσε και η επίσκεψη του Ποντίφικα στην Τουρκία τον Νοέµßριο του 2006. Ο κύριος σκοπός του ταξιδιού του Πάπα ήταν να επισκεφθεί τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως µε την ελπίδα να διευθετήσει το συντοµότερο δυνατόν τις διαφορές που προέκυψαν στη διάρκεια της παποσύνης του προκατόχου του. Στα µάτια της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο Ιωάννης Παύλος Β΄ συµπεριφέρθηκε όπως ένας Πολωνός Πάπας. Αυτό σηµαίνει ότι, όντας ευαίσθητος ο ίδιος στο θέµα των Ουνιτών, αποδείχτηκε περισσότερο επιρρεπής στο να µεταχειρίζεται την ελληνική Χριστιανοσύνη ως γη προς κατάκτηση, παρά να κάνει διάλογο µε τους σηµαντικότερους εκπροσώπους της.
Επανακατέκτησε για παράδειγµα τα περιουσιακά στοιχεία των Ουνιτών, τα οποία είχαν δωρηθεί από τον Στάλιν στους ορθοδόξους, µετά τον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, µε αποτέλεσµα η Ορθόδοξη Εκκλησία να εξοργιστεί. Ο Βοϊτίλα υποχρεώθηκε για τον λόγο αυτόν να καθυστερήσει την επίσκεψή του στο Σαράγεßο. Υποχρεώθηκε επίσης να παραιτηθεί της επισκέψής του στη Ρωσία, που µέχρι την τελευταία στιγµή υπήρξε το όνειρο της ζωής του. Ο Βενέδικτος ΙΣτ΄ µε το ταξίδι του αποπειράθηκε να αλλάξει την κατάσταση. Για να ξαναρχίσει τον διάλογο, ο Πάπας εµπνεύστηκε από τον Ιωάννη ΚΓ΄, ο οποίος προσκάλεσε τους εκπροσώπους της Ρωσικής Εκκλησίας στη Σύνοδο του Βατικανού και άρχισε την επίσκεψή του από µια πόλη η οποία επί µακρόν χαρακτηρίστηκε ως η «δεύτερη Ρώµη». Ιδιαίτερη, πλην όµως ανεκδήλωτη και ίσως και αποσιωπηµένη σηµασία, φαίνεται πως είχε το ταξίδι του Πάπα σε σχέση µε το Πατριαρχείο Μόσχας, από τη θεωρία του οποίου περί «Τρίτης Ρώµης» αισθάνεται εδώ και δεκαετίες να απειλείται. Μια σύσφιξη των σχέσεων των Εκκλησιών Ρώµης και Κωνσταντινουπόλεως, αφού στην ιστορία της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας το ταξίδι θεωρείται οικουµενικό, θα αποτελέσει τροχοπέδη στις φιλοδοξίες του Πατριαρχείου Μόσχας για ανάδειξή του σε κυρίαρχο πόλο της Ορθοδοξίας και γιατί όχι της Χριστιανοσύνης. Τα αποτελέσµατα του ταξιδιού αυτού ως προς τις σχέσεις µεταξύ Καθολικισµού και Ορθοδοξίας δεν θα είναι ορατά για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Θα είναι, ωστόσο, µια επιτυχία, εάν δηµιουργήσει τις προϋποθέσεις για µια νέα ένωση. Θα αποτύχει, εάν οι σχέσεις µε τα πατριαρχεία της Ανατολής παραµείνουν συγκρατηµένες και ψυχρές.
Το µεγαλύτερο πρόßληµα στην επανένωση των δύο Εκκλησίων εξακολουθεί να παραµένει το Πρωτείο του Πάπα που υιοθετήθηκε στην Πρώτη Σύνοδο του Βατικανού το 1869-1870. [Βλ. πάνω σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον ßιßλίο τού Kl. Schatz, Το Πρωτείο του Πάπα. Η ιστορία του από τις απαρχές µέχρι σήµερα (Αθήνα: Ροές, 2005). Τίτλος πρωτοτύπου: Der päpstliche Primat.] Το Βατικανό κατά τη διάρκεια του Εµφυλίου Πολέµου προσπάθησε να ρίξει γέφυρες προς την Εκκλησία της Ελλάδος. Τα επιχειρήµατα που προßλήθηκαν τότε στην προσπάθεια προσέγγισης ήταν: η επέκταση του κοµµουνισµού και οι διεκδικήσεις των Σλάßων στη Βόρεια Ελλάδα. Η απόφαση του Αθηναγόρα να συναντηθεί µε τον Πάπα προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόµου Β’ (Χατζησταύρου), ο οποίος εµπόδισε οποιαδήποτε µορφή διαλόγου µε τη Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία. Λίγα χρόνια αργότερα οι κυßερνήσεις της Ευρώπης υπό την πίεση των Ηνωµένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ στήριξαν την προσπάθεια για την Ένωση των Εκκλησιών, αφού θεωρούσαν ότι µόνο µε αυτόν τον τρόπο θα µπορούσε να αντιµετωπιστεί η Σοßιετική Ενωση και το Σύµφωνο της Βαρσοßίας. Στα 25 χρόνια αρχιεπισκοπίας Σεραφείµ κάθε προσέγγιση για τον διάλογο µε τη Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία θεωρείτο τολµηρή, όσοι δε ήταν υπέρ της προσέγγισης αντιµετωπίζονταν µε σκεπτικισµό. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 η κυßέρνηση Καραµανλή επιθυµούσε την έναρξη διπλωµατικών σχέσεων µε το Βατικανό. Η αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν έντονη. Η πίεση όµως των ευρωπαϊκών κρατών, υπό το ßάρος µάλιστα του στόχου που είχε θέσει η ελληνική κυßέρνηση για την ένταξη της χώρας στην Κοινότητα, ήταν οι λόγοι για τους οποίους µπόρεσε τελικά το Βατικανό να αποκτήσει πρεσßεία στην Αθήνα. Επί αρχιεπισκοπίας Χριστοδούλου διεφάνησαν σηµάδια αλλαγής αυτού του status. Οι παγιωµένες απόψεις όµως που υπήρχαν στην ιεραρχία δεν µπόρεσαν να υπερπηδηθούν.
Το µεγαλύτερο, ωστόσο, πρόßληµα, του Πατριαρχείου είναι ο ασφυκτικός κλοιός µε τον οποίο το τουρκικό κράτος περιßάλλει τη λειτουργία του και πόρρω απέχει από τα ευρωπαϊκά πρότυπα που ως υποψήφιο κράτος-µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Τουρκία όφειλε να σέßεται.
Η παρεµßατικότητα του τουρκικού κράτους διαγιγνώσκεται πρώτα από όλα µε το πώς η πολιτική εξουσία της Τουρκίας διαµεσολαßεί στον τρόπο εκλογής του Πατριάρχη. Η εκλογή του Πατριάρχη διέπεται από έναν κανονισµό που θέσπισε το τουρκικό κράτος το 1971 κωδικοποιώντας στην ουσία παλαιότερες νοµικές πρακτικές και περιλαµßάνει συνολικά εννέα άρθρα. Μεταξύ των όρων που περιέχονται στον κανονισµό αυτόν, αναφέρεται ως προϋπόθεση για την εκλογή του Πατριάρχη η υποχρέωση αυτός να προέρχεται και να εκλέγεται από την Ενδηµούσα Σύνοδο του Οικουµενικού Πατριαρχείου, από ένα εκλεκτορικό σώµα δηλαδή που αποτελείται αποκλειστικά και µόνο από Τούρκους υπηκόους που τελούν τα µητροπολιτικά τους καθήκοντα αποκλειστικά στην Τουρκία.
Επίσης περιλαµßάνονται στον κανονισµό το δικαίωµα της Νοµαρχίας Istanbul να διαγράψει από τον πίνακα των υποψηφίων όσους κρίνει «µη κατάλληλους» για το αξίωµα, η υποχρέωση η εκλογή να λάßει χώρα ενώπιον συµßολαιογράφου, καθώς και η δυνατότητα της νοµαρχίας να διορίσει έναν από τους µητροπολίτες που έχουν τα προσόντα να είναι υποψήφιοι στο αξίωµα του Πατριάρχη σε περίπτωση µη συµµορφώσεως µε τις διατάξεις του κανονισµού αυτού. Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι η εκλογή της πνευµατικής κεφαλής της Ορθοδοξίας είναι εγκλωßισµένη σε µια µικρή οµάδα ανθρώπων µε συγκεκριµένες ιδιότητες, γεγονός που πλήττει ßάναυσα την έννοια της οικουµενικότητας, την οποία υποτίθεται ότι ενσαρκώνει ο θεσµός του Οικουµενικού Πατριάρχη.
Πιο συγκεκριµένα, η πρώτη εκλογή Οικουµενικού Πατριάρχη στο σύγχρονο λαϊκό τουρκικό κράτος δεν ακολούθησε τις διαδικασίες που επέßαλαν οι γενικοί κανονισµοί. Έτσι, δεν υποßλήθηκε κανένας κατάλογος εκλόγιµων αρχιερέων προς την τουρκική διοίκηση. Η τελευταία, ωστόσο, µε απόφαση του νοµάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, εξέδωσε µνηµόνιο σύµφωνα µε το οποίο απαγορευόταν η συµµετοχή, στον κατάλογο των εκλόγιµων αρχιερέων, εκείνων οι οποίοι δεν ήταν Τούρκοι υπήκοοι και δεν υπηρετούσαν σε Εκκλησία στην Τουρκία. Κατά συνέπεια, το διάταγµα αυτό έθεσε ως απαράßατο όρο την τουρκική υπηκοότητα των υποψηφίων Πατριαρχών, γεγονός το οποίο, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποδυνάµωνε τον οικουµενικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου.
Η πρώτη αυτή παρέµßαση του τουρκικού κράτους σε ζητήµατα εκλογής Πατριαρχών δηµιούργησε µια παράδοση, η οποία έµελλε να συνεχιστεί µεθ’ επιτάσεως και κατά τα επόµενα έτη. Το 1925, για παράδειγµα, όταν εκλέχτηκε παµψηφεί ως Πατριάρχης ο Μητροπολίτης Δέρκων Κωνσταντίνος, οι τουρκικές αρχές, µε το πρόσχηµα ότι ο τελευταίος ήταν «ανταλλάξιµος», τον απέλασαν στην Ελλάδα.
Στην περίπτωση της εκλογής των δύο εποµένων Πατριαρχών, του Βασιλείου Γ΄ και του Φωτίου B΄, οι τουρκικές αρχές δεν αναµείχθηκαν και δεν προχώρησαν σε διαγραφή υποψηφιοτήτων από τον κατάλογο των εκλόγιµων. Το 1936, όµως, η Νοµαρχία Κωνσταντινουπόλεως απέκλεισε προφορικά ως «απαράδεκτο» τον σχεδόν ßέßαιο για τον πατριαρχικό θρόνο Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μάξιµο. Αντ’ αυτού εξελέγη ο Βενιαµίν A΄ και µόνο µετά τον θάνατό του ανήλθε, τελικά, στον πατριαρχικό θρόνο ο Μάξιµος, αφού προηγουµένως επετεύχθη η συγκατάνευση από το τουρκικό κράτος ότι ο Μάξιµος δεν είναι πλέον ανεπιθύµητος γι’ αυτήν.
Οι παρεµßάσεις συνεχίστηκαν και στην περίπτωση της εκλογής του Πατριάρχη το 1948, κατά την οποία η Νοµαρχία ανακοίνωσε επίσηµα ότι δεν επιθυµεί την εκλογή του Μητροπολίτη Δέρκων Ιωακείµ στη θέση αυτή. Τη θέση του Πατριάρχη κατέλαßε, τελικά, ο Αθηναγόρας A΄, τότε Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αµερικής, ο οποίος, παρ’ ότι στερείτο της τουρκικής υπηκοότητας, απέκτησε αυτήν µετά την εκλογή του, µε ειδική νοµοθετική ρύθµιση του προέδρου της Τουρκικής Δηµοκρατίας Ισµέτ Ινονού.
Αµέσως µετά τον θάνατο του Αθηναγόρα, τον Μάιο του 1972, ορίστηκε ο κατάλογος των 14 εκλογίµων µητροπολιτών από την Ενδηµούσα Ιερά Σύνοδο και υποßλήθηκε ενώπιον των αρµόδιων τουρκικών αρχών. Οι τελευταίες επέµεναν στην εφαρµογή του Μνηµονίου του 1970, το οποίο σχετικά µε την εκλογή Πατριάρχη προέßλεπε µεταξύ άλλων το δικαίωµα διορισµού Πατριάρχη από την ίδια την Τουρκία, σε περίπτωση που δεν τελεσφορούσαν οι προσπάθειες εκλογής από την Ενδηµούσα Ιερά Σύνοδο εντός προκαθορισµένης προθεσµίας και την παρουσία Τούρκου συµßολαιογράφου. Παρά την αντίδραση της Ιερά Συνόδου του Πατριαρχείου προς την τουρκική κυßέρνηση για αυστηρή και απαρέγκλιτη τήρηση των Ιερών Κανόνων κατά τη διαδικασία της εκλογής, η τουρκική πλευρά αναµείχθηκε έντονα στην εκλογή του Πατριάρχη καθώς επέµενε στο γεγονός ότι σύµφωνα µε τη Συνθήκη της Λωζάνης το Πατριαρχείο αποτελεί τουρκικό θεσµό, υπαγόµενο στη Νοµαρχία της Κωνσταντινουπόλεως, ότι ο Πατριάρχης είναι Τούρκος υπάλληλος, ο οποίος, όµως, δεν αµείßεται από το τουρκικό δηµόσιο αλλά διέπεται από ειδικές διατάξεις και κέκτηται υποχρεωτικώς της τουρκικής υπηκοότητας. Προχωρώντας, µάλιστα, σε µια θεαµατική ενέργεια διέγραψε τους «ακατάλληλους», κατά την άποψή της, ιεράρχες, αποκλείοντας τον επικρατέστερο από αυτούς, τον Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα και, µαζί µ’ αυτόν, τους Μητροπολίτες Δέρκων, Χαλδίας και Σταυροπόλεως. Στο αξίωµα του Οικουµενικού Πατριάρχη εκλέχτηκε τελικά µε µυστική ψηφοφορία, από τους 11 εναποµείναντες εκλόγιµους αρχιερείς, ο Μητροπολίτης Ίµßρου και Τενέδου Δηµήτριος.
Στην εκλογή του Βαρθολοµαίου το 1991 οι τουρκικές αρχές απέφυγαν σε ένδειξη καλής θέλησης να προχωρήσουν σε διαγραφές οποιουδήποτε από τους 15 εκλόγιµους Μητροπολίτες. Τελικά, µετά από σύντοµες διεργασίες, κατά τη διάρκεια των οποίων ο τουρκικός Τύπος ισχυρίστηκε ότι για τον οικουµενικό θρόνο εκδηλώθηκε ενδιαφέρον και από πλευράς του Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αµερικής Ιακώßου, στο πατριαρχικό αξίωµα ανήλθε παµψηφεί ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Βαρθολοµαίος, ως Βαρθολοµαίος Α΄ 270ός κατά σειρά Οικουµενικός Πατριάρχης από της συστάσεως του Οικουµενικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως.
Πρέπει εδώ να επισηµανθεί και µία άλλη διάσταση που ελλοχεύει σε αυτή την προßληµατική σχέση Οικουµενικού Πατριαρχείου και τουρκικού κράτους. Εάν, για παράδειγµα, γίνει αποδεκτό ότι η παρουσία της θρησκείας είναι εθνική-κρατική υπόθεση, τότε η ίδια όχι µόνο ßρίσκεται σε κραυγαλέα αντίθεση µε την ταυτότητα και την αυτοσυνειδησία της, αλλά επιπλέον οδηγείται αναπόδραστα στην υιοθέτηση των συγκεκριµένων πολιτικών επιλογών που το επίσηµο εθνικό κράτος διαχειρίζεται. Με την έννοια αυτή η θρησκεία γίνεται παράπλευρη κρατική δοµή εξουσίας, που συνδιαχειρίζεται µε το εθνικό κράτος το µερίδιο της εθνικότητας που της αναλογεί.
Κατά καιρούς έχει υποστηριχθεί ότι η παρεµßατικότητα της πολιτικής εξουσίας στα εκκλησιαστικά πράγµατα οφείλεται στο διοικητικό δικαιικό και στο πνευµατικό κατακερµατισµό που διέπει τη διάρθρωση της Ορθοδοξίας όχι µόνο στα Βαλκάνια αλλά και παγκοσµίως. Για την υπέρßαση των δυσαρµονιών αυτών έχει προγραµµατιστεί µια ριζοσπαστική Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδος, η οποία θεωρητικά, σύµφωνα µε τις επίσηµες διακηρύξεις πάντα, ετοιµάζεται εδώ και δεκαετίες χωρίς, ωστόσο, να έχει διαφανεί µε κάποιον τρόπο µέχρι σήµερα ότι επίκειται σύγκλησή της.
Τόσο οι Τούρκοι εθνικιστές όσο και µερίδα των ισλαµιστών στην Τουρκία προσπαθούν να συσχετίσουν το Οικουµενικό Πατριαρχείο µε τους µουφτήδες της µουσουλµανικής µειονότητας στη Δυτική Θράκη µε σκοπό να παρουσιάσουν ότι το Οικουµενικό Πατριαρχείο έχει πλήρη ελευθερία σε αντίθεση µε τους µουσουλµάνους θρησκευτικούς ηγέτες στη Δυτική Θράκη. Με τον τρόπο αυτόν, η τουρκική πλευρά προσπαθεί να υπονοµεύσει την οικουµενικότητα του Πατριαρχείου και να καταστήσει το ζήτηµα διµερές και µειονοτικό που αφορά την Ελλάδα και την Τουρκία.
Βιßλιογραφία
–Αλέξης, Αλεξανδρής, «Η οικουµενική διάσταση: το Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως», στο: συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόµος ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σσ. 517-525.
–Hakan, Olgun, «Religion-State Relations in Turkey, the Prospect of European Union Membership and the Lutheran Doctrine of the ‘Two Kingdoms’ Religion», State & Society, Vol. 33, No. 4, December 2005.
–Gustav, Auernheimer, Griechenland zwischen Tradition und Moderne. Zur Politischen Kultur eines europäischen Landes, Athen-Baden Baden: Sakkoulas-Nomos Verlag, 2001.
–Γιώργος, Καραγιάννης, Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Ιστορική επισκόπηση των σχέσεων τους, εκδ. Ποντίκι, 1997.
–Σοφία, Βούρη/Γιώργος, Καψάλης, Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση στην Αλßανία, Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ., Ρέθυµνο 2003.
–Angela, Ilic, «On the Road towards Religious Pluralism? Church and State in Serbia», Religion, State & Society, Vol. 33, No. 4, December 2005, σσ. 273-274.
–Ιωάννης, Ταρνανίδης, Ιστορία της Σερßικής Εκκλησίας, εκδ. Αδελφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1982.
–Gavril Flora, Georgina Szilagyi and Victor Roudometof, «Religion and national identity in post-communist Romania», Journal of Southern Europe and the Balkans Volume 7, Number 1 (April 2005), σσ. 38-40.
–Peter, Petkoff, «Church-State Relations under the Bulgarian Denominations Act 2002: Religious Pluralism and Established Church and the Impact of Other Models of Law on Religion». Religion, State & Society, Vol. 33, No. 4 (December 2005)
–Francois, Thual, Η Κληρονοµιά του Βυζαντίου. Γεωπολιτική της Ορθοδοξίας. Β΄ έκδ. Ροές, Αθήνα 2000, Τίτλος πρωτοτύπου: Le douaire de Byzance.
–Edward, Said, Οριενταλισµός, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996. Τίτλος πρωτοτύπου: Orientalism.
–Ιωάννης, Κονιδάρης, Το Οικουµενικό Πατριαρχείο στο σύγχρονο κόσµο. Προßλήµατα και Προοπτικές. Θέµατα Πολιτικής και Άµυνας, vol. 4 (Αθήνα: ΙΑΑ, 2000).
–Χρυσούλα, Καρυκοπούλου, Το διεθνές καθεστώς του Οικουµενικού Πατριαρχείου, Αθήνα 1979.
–Ιωάννης, Πέτρου, Εκκλησία και Πολιτική στην Ελλάδα 1750-1909, εκδ. Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1992.
–Νίκη Παπαγεωργίου, Η Εκκλησία στη νεοελληνική κοινωνία. Γλωσσοκοινωνιολογική ανάλυση των εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000.