Η εκστρατεία στη Σικελία
Η εκστρατεία στη Σικελία
Στην πολιτική σκηνή της Αθήνας κυριαρχεί ο Αλκιβιάδης, πολιτικός με πολλές ικανότητες και υπέρμετρες φιλοδοξίες. Ο Αλκιβιάδης, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση τον πόλεμο δύο σικελικών πόλεων, της Έγεστας και του Σελινούντα, πείθει την Εκκλησία του Δήμου, παρά τις αντιρρήσεις του Νικία, να οργανώσει μεγάλη εκστρατεία στη Σικελία με το πρόσχημα της αποστολής βοήθειας προς τους Εγεσταίους, φίλους της Αθήνας. Η Εκκλησία όρισε, ως αρχηγούς της εκστρατείας, τρεις στρατηγούς δίνοντάς τους πλήρεις εξουσίες (στρατηγούς αυτοκράτορες): τον Αλκιβιάδη, που ήταν ο εμπνευστής της εκστρατείας, τον Νικία και τον Λάμαχο
Όταν ο στόλος των Αθηναίων έφθασε στη Σικελία, στην Αθήνα ξέσπασε οξύτατη πολιτική κρίση. Ο Αλκιβιάδης είχε κατηγορηθεί από τους εχθρούς του ότι, την παραμονή της αποχώρησης για τη Σικελία, αυτός και φίλοι του, σε κατάσταση μέθης, είχαν ακρωτηριάσει τις ερμαϊκές στήλες που χρησίμευαν ως οδοδείκτες στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Ο λαός είχε δώσει υπερβολική σημασία στο γεγονός αυτό. Η κατηγορία για ιεροσυλία ήταν φοβερή. Η Εκκλησία αποφάσισε να ανακαλέσει από τη Σικελία τον Αλκιβιάδη. Αυτός, φοβούμενος την καταδίκη του σε θάνατο, αρνείται να επιστρέψει στην Αθήνα και καταφεύγει στη Σπάρτη. Εκεί, προδίδοντας την πόλη του, συμβουλεύει τους Σπαρτιάτες να στείλουν ισχυρό εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία για να βοηθήσουν τους Σελινούντιους και τους συμμάχους τους Συρακούσιους. Ακόμη, προτρέπει να καταλάβουν και να οχυρώσουν τη Δεκέλεια στην Αττική για να αποκόψουν την Αθήνα από την αγροτική ενδοχώρα της.
Στη Σικελία η κατάσταση εξελίσσεται άσχημα για τους Αθηναίους. Ο εμπνευστής της εκστρατείας είναι απών, ο Νικίας δεν πιστεύει στη χρησιμότητα της επιχείρησης και ο Λάμαχος φονεύτηκε σε μία σύγκρουση με τους Συρακούσιους. Όταν φθάνουν οι σπαρτιατικές ενισχύσεις υπό τον ικανότατο στρατηγό Γύλιππο, η κατάσταση χειροτερεύει για τους Αθηναίους και καταλήγει σε καταστροφή. Για τον Θουκυδίδη η σικελική καταστροφή σηματοδοτεί και την οριστική πτώση του αθηναϊκού μεγαλείου. «Οὐδέν ἐστίν ὃ,τι οὐκ ἀπώλετο – Όλα χάθηκαν».