Από τον Μεγάλο Πέτρο στην Μεγάλη Αικατερίνη
Μέγας Πέτρος και ελληνικό ζήτημα
του Νίκου Π. Καποδίστρια
[inline:mp.jpg]
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, που σε συµßολικό επίπεδο σηµατοδότησε την κατάλυση της ßυζαντινής Ανατολικής Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας και τη συνακόλουθη απαρχή της οθωµανικής κυριαρχίας στα ίδια εδάφη, ήταν αναντίρρητα ένα γεγονός που έµελλε να αποτυπωθεί ανεξίτηλα στις συνειδήσεις των ορθοδόξων (πρώην) Βυζαντινών υπηκόων. Η Άλωση της Πόλης, κυρίως όµως η έλευση ενός αλλόθρησκου προερχόµενου εξ Ανατολών εξουσιαστή, ήταν στοιχεία που µπορούσαν άµεσα να τροφοδοτήσουν τη λαϊκή φαντασία, πολύ περισσότερο αν ληφθεί κατά νου ότι ο µεγάλος όγκος των υπηκόων (κυρίως αγροτικοί πληθυσµοί) δεν ήταν δυνατόν να έχει άµεση εικόνα των τεκταινοµένων στα κέντρα των εξελίξεων, µε τα συµßάντα να παίρνουν τη µορφή διαδόσεων και φηµών.
Η προφητική τελεολογία ως απότοκος της Άλωσης
Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την Άλωση, εντός πια ενός µουσουλµανικού περιßάλλοντος και στο πλαίσιο διαφόρων ιδεολογικών ρευµάτων, από τους κόλπους της λαϊκής πολιτισµικής παράδοσης των ελληνορθοδόξων άρχισε να εκπορεύεται και να αναπαράγεται µια προφητική τελεολογία εκφραζόµενη µε δοξασίες, η οποία τοποθετούσε σε ένα µακροπρόθεσµο µέλλον την απολύτρωση του γένους και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους ορθοδόξους1. Υπό αυτή την αντίληψη, η ιστορική µετάßαση υπαγορευόταν από τη θεία ßούληση και εντασσόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο της πρόνοιας του Θεού, όπου οι Οθωµανοί δρούσαν ως όργανά του: η παρακµή της Αυτοκρατορίας και η πτώση της πρωτεύουσας θεωρούνταν παρεπόµενα των αµαρτιών που είχαν περιπέσει οι Βυζαντινοί, µε την οθωµανική περίοδο να σηµαίνει την έναρξη της δοκιµασίας στην οποία είχε υποßάλλει ο Θεός το αµαρτωλό του ποίµνιο ώστε να εξιλεωθεί. Το τέλος της αιχµαλωσίας των ορθοδόξων αναµενόταν µε την κάθαρση των αµαρτιών τους, όταν και πάλι έπειτα από θεϊκή παρέµßαση θα εµφανιζόταν το «ξανθό γένος»2, προωθώντας την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας3. Κατά µια υπόθεση, ως «ξανθό γένος» θα µπορούσαν κάλλιστα να υπονοούνται οι Ρώσοι, αφού το Πριγκιπάτο της Μόσχας, συγκροτώντας πλέον τον µοναδικό χριστιανικό πόλο ορθοδόξου δόγµατος που δεν ßρισκόταν υπό αλλόθρησκη κυριαρχία, κληρονόµησε τα ήθη της ßυζαντινής παράδοσης και κατέστη «Τρίτη Ρώµη». Το συγκεκριµένο γεγονός επιßεßαιώνεται από τις αδιάλειπτες επαφές Ρώσων και Ρωµιών, κυρίως σε εκκλησιαστικό επίπεδο και ιδίως µετά τον γάµο της Ζωής, κόρης του δεσπότη της Πελοποννήσου Θωµά Παλαιολόγου, µε τον Ρώσο πρίγκιπα Ιßάν Βασίλιεßιτς Γ’ το 14724.
Στο κατώφλι του 18ου αιώνα, µετά τις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες του Μεγάλου Πέτρου και τις µεταρρυθµίσεις σε ένα ευρύ φάσµα τοµέων του δηµοσίου ßίου, όπως η διοίκηση, ο στρατός και η Εκκλησία, η Ρωσία αναδείχθηκε σε υπολογίσιµη ευρωπαϊκή δύναµη που διεκδικούσε την επέκταση της επιρροής της στη Μαύρη Θάλασσα και στη Μεσόγειο5. Ο Μέγας Πέτρος, αντιλαµßανόµενος τη σηµασία της ύπαρξης ορθοδόξων στη Βαλκανική και όντας γνώστης των προφητειών που διαδίδονταν στην περιοχή, καλλιέργησε περαιτέρω τις µεταξύ τους σχέσεις και αναζωπύρωσε τις ελπίδες τους έχοντας ως συνδέσµους διαφόρους ιεράρχες. Μάλιστα, πολλοί Ρωµιοί άρχισαν να ναυτολογούνται στον ρωσικό στόλο και Ρώσοι πράκτορες να οργώνουν όλη τη Χερσόνησο του Αίµου µοιράζοντας στα µοναστήρια και στις εκκλησίες τα πλούσια δώρα του τσάρου. Ο Μ. Πέτρος αποκτούσε προοδευτικά τεράστια αίγλη ανάµεσα στις τάξεις των ορθόδοξων υπηκόων της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, µε το όνοµά του να προσλαµßάνει διαστάσεις λαϊκού θρύλου και να µνηµονεύεται στις εκκλησίες και σε τραγούδια. Σε αυτό το περιßάλλον κυκλοφορούσαν µε µεγάλη επιτυχία έντυπα φυλλάδια µε τη ßιογραφία του, όπου υµνούνταν ο ίδιος και τα κατορθώµατά του. Παρά την ήττα του από τους Οθωµανούς το 1711 που του έκλεισε τον δρόµο για τη Μαύρη Θάλασσα και τον υποχρέωσε να στραφεί στη Βαλτική, η Ρωσία είχε αρχίσει να καθιερώνεται στις συνειδήσεις των Ρωµιών ως προστάτης τους και υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, µορφοποιώντας έτσι το όραµα του «ξανθού γένους»6.
Η ανακαινιστική εσωτερική πολιτική του Μεγάλου Πέτρου θα πρέπει να ενταχθεί σε µια γενικότερη προσπάθεια ορισµένων νεωτεριζόντων µοναρχών του 18ου αιώνα να δηµιουργήσουν αποτελεσµατικότερες συνθήκες διακυßέρνησης, εκσυγχρονίζοντας σε κάποιον ßαθµό τις καθυστερηµένες τους επικράτειες, πολιτική που συνοψίζεται ως «φωτισµένη απολυταρχία». Παρότι Ευρωπαίοι διαφωτιστές όπως ο Μοντεσκιέ και ο Ρουσσώ, απέρριπταν το µοναρχικό πολίτευµα, καθώς θεωρούσαν ότι σε κάθε µορφή του περιόριζε την ελευθερία του ατόµου, ο Βολταίρος και ο Ντιντερό, λαµßάνοντας υπ’ όψιν τις περιπτώσεις φωτισµένων µοναρχών της εποχής µε χαρακτηριστικότερο παράδειγµα τον Μ. Πέτρο, ήταν διατεθειµένοι να δουν τη φωτισµένη απολυταρχία ως αφετηρία εκσυγχρονισµού καθυστερηµένων πολιτισµικά κοινωνιών, θεωρώντας ότι προχωρούσε σε σηµαντικές αλλαγές πολιτικοκοινωνικού χαρακτήρα, προετοιµάζοντας έτσι το έδαφος για τον Διαφωτισµό7.