`Ανθρωπος,επιχειρήσεις,οικολογία και περιβάλλον
[inline:pr.jpg]
Η αμοιβαιότητα που συνδέει τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος αποτέλεσε την αφορμή για να ξεκινήσει, τις τελευταίες δεκαετίες, ένας δημόσιος διάλογος σχετικά με τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Ταυτόχρονα, τέθηκε το ερώτημα εάν η σχέση μεταξύ οικονομίας και περιβάλλοντος αποτελούν ένα εγχώριο τοπικό πρόβλημα ή ένα παγκόσμιο θέμα. Εύκολα, οδηγείται κανείς στη διαπίστωση ότι βασική θέση στο πρόβλημα κατέχει ο άνθρωπος, ο οποίος βάζει σε κίνδυνο την αναπαραγωγή του ζωτικού του χώρου και έτσι γίνεται αυτόματα κινητήριος μοχλός της οικολογικής καταστροφής. Το περιβάλλον που κάποτε αντιμετωπιζόταν ως ένα ζήτημα που ενδιέφερε μόνο μια μειοψηφία ανθρώπων, και αποτελούσε τοπικό πρόβλημα, τώρα διευρύνεται και παίρνει διεθνείς διαστάσεις. Την ίδια στιγμή, η ίδια η φύση των προβλημάτων φέρνει τον σύγχρονο άνθρωπο ενώπιον των ευθυνών του.
Είναι σχεδόν βέβαιο πως ουδείς ξεφεύγει από τον ανελέητο ανταγωνισμό, την υπερκατανάλωση και την τάση για οικονομικό γιγαντισμό. Σε σχεδιασμούς με τέτοια χαρακτηριστικά δυστυχώς υποκύπτει και το περιβάλλον. Οι προαναφερθέντες παράγοντες καθίστανται, κατά βάση, υπαίτιοι για την αλόγιστη χρήση των Φυσικών Πόρων, η οποία με τη σειρά της συνεπάγεται τη δυσβάστακτη βαρύτητα των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Η κοινωνία βρίσκεται ήδη σε βαθύ προβληματισμό για την προφανή χειροτέρευση των ορών ζωής. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι με την οικονομία του χρήματος, φτάνουμε στο σημείο να λέμε ότι το φυσικό περιβάλλον αντιπροσωπεύει την οικονομική αξία και τη φυσική απαξία.
Αναρωτιόμαστε, συνεπώς, τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο που δημιουργείται από τη σχέση, η οποία υφίσταται μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης με τα κυρίαρχα κριτήρια και των περιβαλλοντικών προβλημάτων είτε σε εθνικό είτε σε διεθνές επίπεδο. Πολλοί υποστηρίζουν, πλέον, ότι δεν υπάρχει άλλη λύση, παρά να ακολουθήσουμε μια περιβαλλοντική πολιτική, η οποία θα καταστεί αποτελεσματική εαν και εφόσον είναι σύμφωνη με την αξιοποίηση των φυσικών πόρων πάντα με γνώμονα τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης. Η τελευταία διακρίνεται σε περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική. Ας σημειώσουμε εδώ ότι η περιβαλλοντική πολιτική της Ε.Ε, μετά από μισό αιώνα «οικοδόμησης της Ευρώπης», συγκαταλέγεται στις επιτυχίες. Άρα, δεν προκαλεί έκπληξη το ότι κατά μέσο όρο το 80% των περιβαλλοντικών νόμων της παγκόσμιας κοινότητας προήλθε από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Επιπλέον, ας υπογραμμίσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας στον περιβαλλοντικό τομέα, λόγω της ποικιλομορφίας του φυσικού της περιβάλλοντος, τα οποία συνοδευόμενα από τη διάθεση της Ελλάδας να υιοθετήσει «πράσινη πολιτική», συνεπάγονται περισσότερες δυνατότητες ενίσχυσης της θέσης της στην διεθνή αγορά ενέργειας, όπου κυριαρχεί άγριος ανταγωνισμός.
Αναρωτιόμαστε, ωστόσο, κατά πόσο ευνοούνται οι προοπτικές ανάπτυξης νέων τεχνολογιών φιλικών προς το περιβάλλον και πως μπορούμε να μετατρέψουμε την πρόκληση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας σε αναπτυξιακή ευκαιρία. Δυνητικά, όπως ήδη αναφέραμε, η Ελλάδα έχει προοπτικές ανάπτυξης νέων τεχνολογιών φιλικών προς το περιβάλλον γιατί ενώ διαθέτει τους φυσικούς πόρους, το έμψυχο και άψυχο δυναμικό της παραμένουν ανεκμετάλλευτα. Προικισμένη με ήλιο και με άνεμο όλο τον χρόνο έχει την ικανότητα να προσελκύει επενδύσεις σε φωτοβολταικά και αιολικά πάρκα με ουσιαστική συμβολή στο ενεργειακό της ισοζύγιο. Σε πρακτικό επίπεδο όμως, η ανισομερής περιφερειακή ανάπτυξη καθώς και η ακολουθούμενη λανθασμένη αναπτυξιακή στρατηγική, έχει ως αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό των βασικών προτεραιοτήτων και κατευθύνσεων στην ελληνική οικονομία, με σαφείς αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και στην αποτελεσματικότερη αναδιάρθρωση της παραγωγής, στην κοινωνική συνοχή, στις διαδικασίες της εντεινόμενης εξειδίκευσης σε τομείς όπως ο τουρισμός και κυρίως στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον.
Η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της αξίας του φυσικού περιβάλλοντος από τους πολίτες αλλά και από τις ίδιες τις κυβερνήσεις στρέφει αναπόφευκτα τον επιχειρηματικό κόσμο στην υιοθέτηση της λεγόμενης «πράσινης επιχειρηματικής στρατηγικής». Όχι μόνο γιατί οφείλουν να μην αδιαφορούν πλέον για τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα αλλά και για να καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό, ο οποίος αναπτύσσεται υποχρεωτικά, τώρα πια, σε ένα πλαίσιο σεβασμού όλο και περισσότερων κανόνων της περιβαλλοντικής πολιτικής. Παράλληλα, αναφορικά με τον δημόσιο τομέα, η σωστή διαχείριση του περιβάλλοντος ακόμα και στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας δεν είναι ανέφικτη. Απαιτεί όμως να υπάρξει η εφαρμογή μιας συντονισμένης προσπάθειας όλων των κοινωνικοοικονομικών φορέων, η οποία είναι απαραίτητη για την αναπροσαρμογή του θεσμικού, νομικού, κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου, ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των ανθρώπων.
Η αλληλεπίδραση λοιπόν που υπάρχει μεταξύ των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων και των περιβαλλοντικών συνθηκών συνδέεται άμεσα, αφενός, με τον ενεργό ρόλο του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Αφετέρου, με την αναγκαία στενή σύνδεση της εκπαίδευσης και του περιβάλλοντος, η οποία καθίσταται πλέον επιτακτική μετά την ανάδειξη του περιβαλλοντικού ζητήματος στις δεκαετίες του 60΄ και του 70΄ ως αυτόνομου πολιτικού ζητήματος, στις δυτικές κοινωνίες. Αυτό σημαίνει ότι η περιβαλλοντική εκπαίδευση θα πρέπει να είναι προσβάσιμη από όλες τις κοινωνικές κατηγορίες.
Η Ελλάδα πρέπει να δείξει ότι θέτει ως όραμα, την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης όχι μόνο για τους εθνικούς στόχους της αλλά και για να βρει τη θέση της στον σύγχρονο κόσμο. Στην πραγματικότητα, καλείται να ακολουθήσει μια περιβαλλοντική πολιτική, η οποία για να είναι αποτελεσματική θα πρέπει να αναζητήσει και να διασφαλίσει, όσο το δυνατόν, τη σύνθεση των αντιτιθέμενων απόψεων και των αντίπαλων συμφερόντων. Ο στόχος λοιπόν της εναρμόνισης της ανάπτυξης με τον σεβασμό στο περιβάλλον επιτυγχάνεται σταδιακά, μέσα από ψύχραιμο και εποικοδομητικό διάλογο, αλλά και τη ζύμωση διαφορετικών αντιλήψεων προκειμένου οι πολιτικές, παραγωγικές και κοινωνικές δυνάμεις να επιλέξουν τα οφέλη και να αποδεχθούν τις θυσίες, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που τους αναλογούν.
Ματίνα Πετροπούλου